Γενικά, το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών και αρκετά κτίρια της πόλης αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές του Δημήτρη Λαζαρίδη και του Ευστάθιου Στίκα υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρχικά, και πιο περιορισμένων ανασκαφών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην συνέχεια, έως και σήμερα. Στην περιοχή της ακρόπολης που αποτελεί και τον στόχο του παρόντος ερευνητικού προγράμματος, οι ανασκαφές έφεραν στο φως αρκετά τμήματα από τα τείχη που περιβάλλουν την ακρόπολη κατά τις διαφορετικές φάσεις της πόλης. Τα κλασικά τείχη της ακρόπολης περιέκλειαν μια ευρεία έκταση στο υψηλότερο σημείο των λόφων στους οποίους απλωνόταν η πόλη. Η έκταση αυτή, με ελαφρές κλίσεις προς τα ανατολικά, φαίνεται ότι περιορίσθηκε από δυσμάς αρχικά κατά τα ρωμαϊκά χρόνια με την κατασκευή νέου σκέλους της οχύρωσης.
Περαιτέρω σημαντική συρρίκνωση επήλθε κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς και τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, με την ανέγερση της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης που περιβάλλει τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Για την ανέγερση αυτών των ύστερων μνημείων έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί οικοδομικό υλικό από αρχαιότερα κτίρια. Τα ορατά σήμερα εντοιχισμένα σπόλια υποδεικνύουν την ύπαρξη κτισμάτων μεγάλων διαστάσεων με προσεγμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Θεωρείται βέβαιη η προέλευσή τους από δημόσια κτίρια που θα υπήρχαν στην κεντρική αυτή περιοχή της αρχαίας πόλης. Επίσης, για την οικοδόμηση τουλάχιστον της Βασιλικής Α, χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό κυρίως από ένα δωρικό κτήριο. Σφόνδυλοι κιόνων βρίσκονται εντοιχισμένοι στους τοίχους της Βασιλικής, και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως επιστύλια, τρίγλυφα και μετόπες, αλλά και βάθρα, ενεπίγραφα και μη, βρίσκονται εντοιχισμένα στο υστερορωμαϊκό τείχος, ή κείνται στο έδαφος προερχόμενα από την ανασκαφή.
Κατά τις παλαιότερες ανασκαφές εντός της παλαιοχριστιανικής ακρόπολης έχει ανασκαφεί, τμηματικά μόνο, κιονοστοιχία στοάς κτηρίου, το οποίο χρονολογήθηκε από τον Λαζαρίδη στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Επιπλέον, στην περιοχή της ακρόπολης, εκτός της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης, ανασκάφτηκαν εν μέρει τμήματα υστερορρωμαϊκών οικιών, μία ρωμαϊκή έπαυλη με ψηφιδωτά σε άμεση γειτνίαση με ένα μνημειώδες κτήριο το οποίο ερμηνεύθηκε ως ιερό των Αιγυπτίων θεοτήτων ή ως το ρωμαϊκό γυμνάσιο της πόλης, καθώς και τμήματα κλασικών οικιών.